τραυλό-φωνος

τραυλό-φωνος

τραυλό-φωνος, mit stotternder Stimme, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαρυγγόφωνος — ή, ο (Α λαρυγγόφωνος, ον) 1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει 2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» οι λαρυγγικοί φθόγγοι) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”