τραυλισμός

τραυλισμός

τραυλισμός, , das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραυλισμός — lisping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμός — ο, ΝΜΑ [τραυλίζω] διακοπή τής χρονικής ροής τού λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις τού μυϊκού συστήματος τής αναπνοής, τής παραγωγής τής φωνής και τής άρθρωσης τού λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια …   Dictionary of Greek

  • τραυλισμός — ο 1. δυσχέρεια στην προφορά ορισμένων συμφώνων και αντικατάστασή τους με άλλα (π.χ. γ αντί του ρ, σ αντί του θ), ψελλισμός. 2. βραδυγλωσσία, κεκεδισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυλισμοί — τραυλισμός lisping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμοῦ — τραυλισμός lisping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμόν — τραυλισμός lisping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητακισμός — ο σύμπτωμα διαταραχής τού λόγου κατά το οποίο παρατηρείται τραυλισμός τού ζ ή και περισσότερων συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα + κατάλ. κισμος, (πρβλ. ητα κισμός, ιωτα κισμός και τσιτα κισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ιωτακισμός — ὁ (AM ἰωτακισμός) νεοελλ. 1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά… …   Dictionary of Greek

  • καππακισμός — ο μερικός τραυλισμός τού γράμματος κάππα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καππα κισμός < κάππα (ΙΙ) κατά τα ητα κισμός, ιωτα κισμός] …   Dictionary of Greek

  • ξικισμός — ο διαταραχή τού λόγου, τραυλισμός, φυσική ανωμαλία στην προφορά τού ξ, που μερικά άτομα τό προσφέρουν παχύτερα από την κανονική προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ξι + κατάλ. (κ)ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”