- τραυλότης
τραυλότης, ητος, ἡ, das Lispeln, Schnarren, Stottern; Arist. probl. 11, 30; Plut. Alcib. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραυλότης, ητος, ἡ, das Lispeln, Schnarren, Stottern; Arist. probl. 11, 30; Plut. Alcib. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραυλότης — lisping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλότητα — τραυλότης lisping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλότητας — τραυλότης lisping fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλότητι — τραυλότης lisping fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλότητος — τραυλότης lisping fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλότητα — η / τραυλότης, ητος, ΝΑ [τραυλός] η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός … Dictionary of Greek