τρόχμαλος

τρόχμαλος

τρόχμαλος, , sc. λίϑος, ein runder, vom Wasser glatt geriebener Stein, Theophr.; im plur. auch τὰ τρόχμαλα, ein Haufen solcher Steine, eine davon aufgeführte Mauer ums Feld, wie αἱμασιά, Nic. Th. 143; vgl. σῆμα χωστῷ τροχμάλῳ κατηρεφές, Lycophr. 1064.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρόχμαλος — rolled stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχμαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (πετρογρ.) βραχώδης μάζα που έχει αποσπαστεί από ένα κύριο βραχώδες σώμα και είναι ελαφρώς αποστρογγυλωμένη ή λειασμένη, αλλ. λίθος μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ τρόχμαλοι και ως ουδ. τὰ τρόχμαλα φράχτης από πέτρες, ξερολιθιά αρχ. (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • τροχμάλους — τρόχμαλος rolled stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχμάλῳ — τρόχμαλος rolled stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχμαλοι — τρόχμαλος rolled stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχμαλον — τρόχμαλος rolled stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίμαλλον — τὸ, Α πιθ. σωρός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος αντί τής λ. τρόχμαλος*] …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”