τρόχιλος

τρόχιλος

τρόχιλος, auch τροχῖλος u. τροχίλος geschr., , 1) der Strandläufer, ein kleiner, geschwind laufender Vogel, der am Wasser lebt und dem Krokodil die Blutegel aus dem Schlunde holen soll, Her. 2, 68, sonst κλαδαρόρυγχος; vgl. Ar. Av. 79 Ach. 841 Pax 969; Opp. Ixeut. 2, 3; Ael. H. A. 8, 25. 12, 15. – 2) der Schneekönig od. Zaunschlüpfer, auch πρέσβυς u. βασιλεύς, ein kleiner Landvogel, Arist. H. A. 8, 3. 9, 1, den Plin. gleichfalls trochilus nennt. – 3) in der Baukunst die Einziehung an den Basen der Säulen, Vitruv. 3, 3. – [Ι scheint kurz zu sein, und τροχῖλος, welches nach Einigen die ion. Betonung sein soll, ganz zu verwerfen.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρόχιλος — τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο 1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς. 2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… …   Dictionary of Greek

  • τρόχιλος — ο, Ν βλ. τροχίλος …   Dictionary of Greek

  • Τροχίλε — Τροχίλος Egyptian plover masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίλε — τροχίλος Egyptian plover masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροχίλοι — Τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίλοι — τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροχίλοις — Τροχίλος Egyptian plover masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίλοις — τροχίλος Egyptian plover masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”