τρόχος

τρόχος

τρόχος, , 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισϑι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχός — wheel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχος — τροχός wheel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — ο 1. μεταλλικός ή ξύλινος κυκλικός δίσκος που περιστρέφεται σε άξονα και που με αυτόν κινούνται τα οχήματα και οι μηχανές, η ρόδα. 2. ό,τι έχει σχήμα τροχού. 3. όργανο βασανιστηρίων στο μεσαίωνα, πάνω στο οποίο πέθαινε ο κατάδικος, αφού του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • τρόχω — τροχός wheel masc nom/voc/acc dual τροχός wheel masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖο — τροχός wheel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖς — τροχός wheel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχοῖσι — τροχός wheel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”