- σῡλήτωρ
σῡλήτωρ, ορος, ὁ, = συλήτης, ϑεῶν συλήτορας Aesch. Suppl. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡλήτωρ, ορος, ὁ, = συλήτης, ϑεῶν συλήτορας Aesch. Suppl. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συλήτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ κλέφτης, ληστής, άρπαγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] … Dictionary of Greek
συλήτορα — συλήτωρ plunderer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλήτορας — συλήτωρ plunderer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)