- σῡλήτειρα
σῡλήτειρα, ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡλήτειρα, ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συλήτειρα — ἡ, Α αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τειρα (πρβλ. υμνή τειρα)] … Dictionary of Greek
συλήτειραν — σῡλήτειραν , συλήτειρα plunderer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)