σῡλήτρια, ἡ, fem. von συλητήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συλήτρια — ἡ, Α βλ. αυλητής … Dictionary of Greek
συλητής — ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α [συλῶ] άρπαγας, κλέφτης νεοελλ. κλέφτης ιερών αντικειμένων … Dictionary of Greek