- σῡκωτός
σῡκωτός, mit Feigen genährt, gemästet; ἧπαρ συκωτόν, die Leber eines mit Feigen gemästeten Thieres, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκωτός, mit Feigen genährt, gemästet; ἧπαρ συκωτόν, die Leber eines mit Feigen gemästeten Thieres, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκωτός — ή, όν, Α [συκοῡμαι] 1. θρεμμένος με σύκα («ἧπαρ συκωτόν» συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα, Γαλ.) 2. παρασκευασμένος από σύκα … Dictionary of Greek
συκωτά — συκωτός fed on figs neut nom/voc/acc pl συκωτά̱ , συκωτός fed on figs fem nom/voc/acc dual συκωτά̱ , συκωτός fed on figs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκωτόν — συκωτός fed on figs masc acc sg συκωτός fed on figs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)