- σῡκωσις
σῡκωσις, ἡ, ein rauhes, feigenähnliches Fleischgewächs, bes. am Augenlide und am After, die Feigwarze, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκωσις, ἡ, ein rauhes, feigenähnliches Fleischgewächs, bes. am Augenlide und am After, die Feigwarze, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύκωσις — ulcer resembling a fig ripe to bursting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκώσεις — σύκωσις ulcer resembling a fig ripe to bursting fem nom/voc pl (attic epic) σύκωσις ulcer resembling a fig ripe to bursting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκωσιν — σύκωσις ulcer resembling a fig ripe to bursting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сикоз — (от др. греч. σύκωσις изъязвление) хроническое рецидивирующее воспаление волосяных фолликулов, возникающее при проникновении в них стафилококков. Болеют преимущественно мужчины, особенно при наличии у них функциональных расстройств… … Википедия
σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… … Dictionary of Greek
συκώσεων — συκώσεω̆ν , σύκωσις ulcer resembling a fig ripe to bursting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκώσεως — συκώσεω̆ς , σύκωσις ulcer resembling a fig ripe to bursting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)