- σῡκωμα
σῡκωμα, τό, = σύκωσις, Schol. Ar. Ran. 1247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡκωμα, τό, = σύκωσις, Schol. Ar. Ran. 1247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύκωμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκωμα — τὸ, Α [συκοῡμαι] σύκωση … Dictionary of Greek
συκώματα — σύκωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκώματος — σύκωμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)