- σῡρίσδω
σῡρίσδω, dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῡρίσδω, dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι) … Dictionary of Greek
Συρίσδω — Συρίζω speak like a Syrian pres subj act 1st sg (doric) Συρίζω speak like a Syrian pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσδω — σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres subj act 1st sg (doric) σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek