σῡρομένως, adv. part. praes. med. von σύρω, = σύρδην, Iustin. Mart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συρομένως — Α επίρρ. σύροντας ή τραβώντας με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρόμενος, μτχ. ενεστ. τού σύρομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συρομένως — σῡρομένως , σύρω draw pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)