σῡρίττω

σῡρίττω

σῡρίττω, = att. συρίζω, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περισυρίττω — Μ σφυρίζω ολόγυρα, προς όλες τις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συρίττω, αττ. τ. τού συρίζω «παίζω τη σύριγγα, σφυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՒԼԵՄ — (եցի.) NBH 2 0731 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c, 13c ն.չ. ՍՈՒԼԵՄ որ եւ ՍՈՒՂԵԼ, ՍՈՒՂՂԵԼ. συρίζω, συρίττω sibilo. իտ. zufolare, fischiare. շչել. շռնչել. Խորդալ. ձայնել անբանից եւ առ անբանս առ ազդելոյ ինչ. ... *Նեղեալ նեղ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”