σῑτο-βόλιον

σῑτο-βόλιον

σῑτο-βόλιον, τό, Pol. 3, 100, 4, auch σῑτοβόλειον u. σῑτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυγαβόλιον — και δ. γρφ τρυγηβόλιον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. τρυγώ)] …   Dictionary of Greek

  • σωροβόλιον — τὸ, Α αποθήκη σωρών σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + βόλων (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον, σταφυλοβόλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”