- σῑτ-ηγός
σῑτ-ηγός, = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῑτ-ηγός, = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρδηγός — λαρδηγός, ὁ (Α) ο προμηθευτής αλατισμένου κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρδος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. σιτ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. ερμηνεύεται από τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek