σῑτο-νόμος

σῑτο-νόμος

σῑτο-νόμος, Getreide, Nahrung vertheilend, zutheilend, Soph. Phil. 1080.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστιγονόμος — μαστιγονόμος, ον (Α) κατώτερο αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση τής τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”