σήκωμα — σήκωμα, το ατος 1. ύψωση: Σήκωμα των χεριών. 2. έγερση: Σήκωσα από το κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σήκωμα — a weight in the balance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήκωμα — (I) και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [σηκῶ / σακῶ] 1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ. β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.) 2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση τής … Dictionary of Greek
σηκώματα — σήκωμα a weight in the balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκώματι — σήκωμα a weight in the balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκώματος — σήκωμα a weight in the balance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλοκόβω — 1. κουράζω κάποιον από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους 2. μέσ. κωλοκόβομαι με πονάει η μέση και η ράχη από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους … Dictionary of Greek
σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] … Dictionary of Greek
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
ανασήκωμα — το η ενέργεια του ανασηκώνω, ανύψωση, ελαφρό σήκωμα προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανύψωση — (Α ἀνύψωσις, σεως) η εξύψωση, η ανάδειξη το σήκωμα (| νεοελλ. το να υψώνεται κάτι, το ανέβασμα … Dictionary of Greek