- σᾶμα
σᾶμα, τό, σᾱμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σᾶμα, τό, σᾱμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάμα — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σήμα … Dictionary of Greek
σᾶμα — σῆμα sign neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σᾶμ' — σᾶμα , σῆμα sign neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
SAMPHORAE — Graece Σαμφόραι, equi dicebantur in Circensibus, qui literâ Σὰν, i. e. sigma, notati erant. Graeci enim duas praecipue literas imprimebant equis, Sigma et Coppa, unde Κοππατίαι et Σαμφόραι equi; iam ab Anacreontis tempore, Ε᾿ν ἰχίοις μὲν τπποι… … Hofmann J. Lexicon universale
σάμεα — ων, τὰ, Α [σᾱμα / σῆμα] (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) διακριτικό γνώρισμα στην άκρη, στην παρυφή ιματίου … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
τόθι — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθι και στο αναφ. ὅθι) σε αυτή τη θέση 2. όπου («ὡρμάθη ποτὶ σᾱμα πατρός, ὅθι καρτερὸς Ἴδας κεκλιμένος θαεῑτο μάχην», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το (βλ. λ. τόθεν) τού ουδ … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… … Dictionary of Greek