- σήτειος
σήτειος, heurig, von diesem Jahre, Hesych. νέος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήτειος, heurig, von diesem Jahre, Hesych. νέος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήτειος — εία, ον Α (κατά το Ησύχ.) «νέος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆτες, άλλο τ. τού τῆτες «φέτος, αυτή την χρονιά»] … Dictionary of Greek