- σᾶτες
σᾶτες od. σᾱτές, dor. u. äol. statt σῆτες, τῆτες, heuer, in diesem Jahre, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σᾶτες od. σᾱτές, dor. u. äol. statt σῆτες, τῆτες, heuer, in diesem Jahre, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάτες — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. σῆτες … Dictionary of Greek
τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… … Dictionary of Greek
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
σήτες — και δωρ. τ. σᾱτες Α βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… … Dictionary of Greek
τητινός — και δωρ. τ. σατινός, ή, όν, Α 1. φετινός 2. χθεσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] … Dictionary of Greek
k̂o-, k̂e- (with particle k̂e “here”), k̂(e)i-, k̂(i)i̯o- — k̂o , k̂e (with particle k̂e “here”), k̂(e)i , k̂(i)i̯o English meaning: this Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “this”, ursprũnglich ich deiktisch, Lateer also “jener” Material: Arm. s “article” (e.g. mard s “the person”), sa … Proto-Indo-European etymological dictionary