σίσαρον

σίσαρον

σίσαρον, τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίσαρον — parsnip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίσαρον — τὸ, Α ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως τής παστινάκης ή παστινάκας ή τού σίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον*, ἀρίσαρον, σάρι*, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από… …   Dictionary of Greek

  • σισάρου — σίσαρον parsnip neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σισάρων — σίσαρον parsnip neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίσαρα — σίσαρον parsnip neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σάρι — τὸ, Α είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον*] …   Dictionary of Greek

  • σισάρι — το, Ν [σίσαρον] το σπέρμα τού φυτού κάρο, που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα, αλλ. κύμινο …   Dictionary of Greek

  • σισάριον — τὸ, Α [σίσαρον] χρυσό γυναικείο κόσμημα …   Dictionary of Greek

  • σισύμβριο — το / σισύμβριον, ΝΜΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏԵՊՂԻՆ — (ղնոյ կամ ղնի.) NBH 2 0745 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. σίσαρον siser. իտ. sesaro, carota, pastinaca. Արմատ բանջարոյ՝ որպէս բողկ կամ ճակնդեղ, երկայնաձիգ՝ դեղին եւ կարմիր՝ քաղցրահամ. հավուճ, հէվճ, գազար, ապզար. *Թաղթ եւ շաղգամ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”