- σίττυβος
σίττυβος, ὁ, = κάκκαβος, λοπάς, Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Poll. 10, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίττυβος, ὁ, = κάκκαβος, λοπάς, Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Poll. 10, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίττυβος — ὁ, Α χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, είδος χύτρας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σίττυβα* (ἡ)] … Dictionary of Greek
σίττυβον — σίττυβος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Syllabus — A syllabus (pl. syllabi or syllabuses; from Latin syllabus list , in turn from Greek σίλλυβος or σίττυβος sillybos/sittybos parchment label, table of contents ), is an outline and summary of topics to be covered in an education or training course … Wikipedia
σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] … Dictionary of Greek