- σίσων
σίσων, ὁ, ein syrisches Gewächs, dessen Saamen als Gewürz und als Heilmittel diente, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσων, ὁ, ein syrisches Gewächs, dessen Saamen als Gewürz und als Heilmittel diente, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσων — και σίνων, ωνος, ὁ, Α ονομασία φυτού με άνθη αρωματικά και φαρμακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σίσων — σίζω hiss fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίνων — ωνος, ὁ, Α βλ. σίσων … Dictionary of Greek
Γεροποτάμου, δήμος — Νέος δήμος (8.323 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγγελιανών, Αγίου Μάμαντος, Αλφάς, Αχλαδέ, Καλανδαρές, Μαργαρίτων, Μελιδονίου, Μελισσουργακίου, Ορθέ, Πανόρμου, Πασαλιτών … Dictionary of Greek