- σίσυβος
σίσυβος, ὁ, seltene mundartliche Form statt ϑύσανος, Eust. S. σίλυβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσυβος, ὁ, seltene mundartliche Form statt ϑύσανος, Eust. S. σίλυβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] … Dictionary of Greek
σισύβους — σίσυβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυβοι — σίσυβος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)