- σέρῑφος
σέρῑφος, ἡ, od. σέρῑφον, τό, eine Art ἀψίνϑιον, Wermuth, auch ϑαλάσσιον genannt, Sp. Vgl. auch das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέρῑφος, ἡ, od. σέρῑφον, τό, eine Art ἀψίνϑιον, Wermuth, auch ϑαλάσσιον genannt, Sp. Vgl. auch das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σέριφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… … Dictionary of Greek
Σέριφος — Sp Sèrifas Ap Σέριφος/Serifos L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Σέριφος — η νησί των Κυκλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Сериф — (Σέριφος, ныне Серфо) один из Кикладских о вов, между Кифном и Сифном. По древнегреческому сказанию, на о в С. была выброшена бочка (ящик), в которую Акризий заключил Данаю с Персеем. На С. Персей вырос, а впоследствии с помощью головы Горгоны… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Σερίφοις — Σέριφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφου — Σέριφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφους — Σέριφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφων — Σέριφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφῳ — Σέριφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέριφοι — Σέριφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)