- σέσελι
σέσελι, τό, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέσελι, τό, = Folgdm, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… … Dictionary of Greek
σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσελειοπαγής — ές, Α συσκευασμένος με σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σεσέλειος < σέσελι + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γαλακτο παγής] … Dictionary of Greek
σιλλικύπριον — τὸ, Α το σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι] … Dictionary of Greek
νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… … Dictionary of Greek
σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι … Dictionary of Greek
σίλι — τὸ, Α βλ. σέσελι … Dictionary of Greek
σισαμίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παρὰ τοῑς ἰατροῑς λεγόμενον σέσελι» … Dictionary of Greek