- σέρις
σέρις, ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes πικρίς genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέρις, ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes πικρίς genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέρις — endive fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέρις — ιδος, ἡ, ΜΑ, γεν. και εως Μ, πληθ. και σέρεις, Α είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σερίδων — σέρις endive fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριδες — σέρις endive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριδι — σέρις endive fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριδος — σέρις endive fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριν — σέρις endive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit … Hofmann J. Lexicon universale
Atrichoseris platyphylla — Atrichoseris platyphylla … Wikipédia en Français
σερήτιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σερίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθωση σε σειρήτιον ή σειρίς] … Dictionary of Greek