σάννορος

σάννορος

σάννορος, , für σανυρός, = σάννας, Rhinth. bei Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάννορος — ὁ, Α μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + ορος (< ὁρῶ «βλέπω»). Παραδίδεται πιθ. και άλλη γρφ. τής λ. με τη μορφή σάννυρος (βλ. και σάννας)] …   Dictionary of Greek

  • σαννυρίζω — Α χλευάζω, σκώπτω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννυρος, πιθ. άλλη γρφ. τού σάννορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”