- σάμος
σάμος, ὁ, nach Strab. 10, 2, 17 die Anhöhe, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάμος, ὁ, nach Strab. 10, 2, 17 die Anhöhe, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σάμος — a height. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Σάμος — Sp Sãmas Ap Σάμος/Samos L s. ir mst. P. Sporadų ss.; Graikijos nomas … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
σαμίων — Σάμος a height. fem gen pl Σάμος a height. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάμιον — Σάμος a height. masc acc sg Σάμος a height. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάμω — Σάμος a height. fem nom/voc/acc dual Σάμος a height. fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
μελισσός — (Σάμος, 5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μοναδικό επεισόδιο του ιδιωτικού του βίου που είναι γνωστό υπήρξε η διοίκηση του σαμιακού στόλου σε μία νικηφόρα ναυμαχία εναντίον των Αθηναίων το 441 π.Χ. Εικάζεται ότι ήταν μαθητής του Παρμενίδη και υπήρξε… … Dictionary of Greek
Θέμελης, Γεώργιος — (Σάμος 1910 – 1976). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε σε πολλά γυμνάσια έως το 1950, οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος. Συνέχισε να διδάσκει στην ιδιωτική εκπαίδευση, εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη,… … Dictionary of Greek
σαμίαις — Σάμος a height. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμίη — Σάμος a height. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)