σάμβαλον

σάμβαλον

σάμβαλον, τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῠφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάμβαλον — neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμβαλον — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον …   Dictionary of Greek

  • σάμβαλα — σάμβαλον neut nom/voc/acc pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάνδαλο — το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α το σανδάλι αρχ. ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων νδ / μβ στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα… …   Dictionary of Greek

  • сандалия — русск. цслав., ст. слав. сан(ъ)далии σανδάλιον (Остром., Мар., Зогр.) Из греч. σανδάλιον, но сандалы мн., вероятно, заимств. с запада через ит. sandala от лат. sandalium. Первоисточником этих слов является греч. σάνδαλον, лесб. σάμβαλον… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοσάμβαλος — ον, Α (αιολ. τ.) αυτός που φορά κεντημένα, πλουμιστά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον] …   Dictionary of Greek

  • σέμπαλα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών σάνδαλον / σάμβαλον] …   Dictionary of Greek

  • σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] …   Dictionary of Greek

  • σαμβαλούχη — ἡ, Α θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ούχη (< οῦχος* < ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”