- σάννας
σάννας, ὁ, nach den Gramm. μωρός, sanna, sannio, aus Cratin. citirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάννας, ὁ, nach den Gramm. μωρός, sanna, sannio, aus Cratin. citirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάννας — σάννᾱς , σάννας zany masc acc pl σάννᾱς , σάννας zany masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάννας — και σαννᾱς, ὁ, Α γελωτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου < θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + κατάλ. ας / ᾶς. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. sanna «χλευασμός με μορφασμό προσώπου» … Dictionary of Greek
σάνν' — σάννα , σάννας zany masc voc sg σάννα , σάννας zany masc nom sg (epic) σάνναι , σάννας zany masc nom/voc pl σάννᾱͅ , σάννας zany masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνναν — σάννᾱν , σάννας zany masc acc sg (epic doric aeolic) σάννας zany masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
APINARII — memorati Trebllio Pollioni in Gallicnic c. 8. Cyclopea etiam luserunt omnes Apenarii, ita ut miranda quaedam et stupenda monstrarent: Non sunt rhedrii seu aurigae, Graece ἀπηνάριοι, ut quidam Vir doctus contendit; sed ab apinis dicti Apinarii,… … Hofmann J. Lexicon universale
SANNA — Graecis ὁ Σάννας, in Glossis, Subsannator, idem cum Apinario vel Apenario. Cuiusmodi homines, μωρολόγοι, ridicularia quâcumque occasione funditant, et non solum dictis ac salibus, sed etiam, imo facie magis, quam facetiis ridiculi, rictu oris,… … Hofmann J. Lexicon universale
σάννορος — ὁ, Α μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + ορος (< ὁρῶ «βλέπω»). Παραδίδεται πιθ. και άλλη γρφ. τής λ. με τη μορφή σάννυρος (βλ. και σάννας)] … Dictionary of Greek
σαννίων — ὁ, Α σάννας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαν τού σαίνω (πρβλ. αόρ. ἔ σαν α / ἔ σην α) με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν + επίθημα ίων (πρβλ. μαχαιρ ίων)] … Dictionary of Greek
tēu-, tǝu-, teu̯ǝ-, tu̯ō-, tū̆ - — tēu , tǝu , teu̯ǝ , tu̯ō , tū̆ English meaning: to swell; crowd, folk; fat; strong; boil, abscess Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: extended with bh, g, k, l, m, n, r, s, t Material: O.Ind. tavīti “is strong, hat Macht” … Proto-Indo-European etymological dictionary