σάμαξ

σάμαξ

σάμαξ, ακος, ὁ, eine Matte, wie φορμός, VLL., wie Poll. 10, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάμαξ — rush mat masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμαξ — ακος, ὁ, Α 1. πλέγμα από βούρλα, ψάθα που χρησιμοποιούσαν ως στρωμνή σε καιρό πολέμου 2. τοξικός κάλαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν αξ, σμίλ αξ). Η άποψη ότι …   Dictionary of Greek

  • σάμακα — σάμαξ rush mat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμακι — σάμαξ rush mat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάκιον*, υποκορ. τού σάμαξ] …   Dictionary of Greek

  • σαμάκιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) τμήμα γυναικείας στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σάμαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”