- σάξις
σάξις, ἡ, das Vollstopfen, Ausfüllen, Anfüllen, Arist. probl. 25, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάξις, ἡ, das Vollstopfen, Ausfüllen, Anfüllen, Arist. probl. 25, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάξιν — σάξις cramming fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάξη — η / σάξις, εως, ΝΑ [σάττω] νεοελλ. επίσαξη, τοποθέτηση σαγής στο υποζύγιο, σέλωμα ή σαμάρωμα αρχ. υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
σάξεως — σάξεω̆ς , σάξις cramming fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάξῃ — σάξηι , σάξις cramming fem dat sg (epic) σάσσω aor subj mid 2nd sg σάσσω aor subj act 3rd sg σάσσω fut ind mid 2nd sg σάττω fill quite full aor subj mid 2nd sg σάττω fill quite full aor subj act 3rd sg σάττω fill quite full fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)