σάββατ

σάββατ

σάββατ, τό, = σάββατον; Med. 83 (V, 60) bildet den dat. plur. σάββασι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σαβελλίτης — ὁ, Α σαββελιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβέλλιος + κατάλ. ίτης (πρβλ. Σαββατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τριτιάτικος — η, ο, Ν αυτός που συμβαίνει την ημέρα Τρίτη. επίρρ... τριτιάτικα την Τρίτη, κατά την Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτη + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. δευτερ ιάτικος, σαββατ ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”