- σάμψῡχον
σάμψῡχον, τό, ausländischer Name einer wohlriechenden Pflanze, sonst ἀμάρακος; Diosc., vgl. Ath. XV, 681 b; Mel. 1, 11 (IV, 1); ἴα καὶ σάμψυχα, Ep. ad. 705 (App. 120); Paus. 9, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάμψῡχον, τό, ausländischer Name einer wohlriechenden Pflanze, sonst ἀμάρακος; Diosc., vgl. Ath. XV, 681 b; Mel. 1, 11 (IV, 1); ἴα καὶ σάμψυχα, Ep. ad. 705 (App. 120); Paus. 9, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… … Dictionary of Greek
σάμψυχο — τὸ / σάμψυχον, ΝΑ, και σάψυχο Ν, και σάμψουχον Α το γνωστό με την λόγια ονομασία φυτό Ορίγανον το αμάρακον, κοινώς γνωστό σήμερα ως ματζουράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
σάμψυχος — ἡ, Α το φυτό σάμψυχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάμψυχον / σάμψουχον*, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
σαμψουχίζω — και, δ. γρφ., σαμψυχίζω Α [σάμψουχον / σάμψυχον] 1. μοιάζω με το φυτό σάμψουχον* («σαμψουχίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.) 2. παθ. σαμψουχίζομαι μυρίζω όπως το φυτό σάμψουχον* … Dictionary of Greek
σαμψούχινος — και, δ. γρφ., σαμψύχινος, ίνη, ον, Α παρασκευασμένος με σάμψουχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμψουχον / σάμψυχον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σαμψυχιά — και συμψυχιά, η, Ν [σάμψυχον] βοτ. το σάμψυχο … Dictionary of Greek