- σάκτρα
σάκτρα, ἡ, = φορμός; Poll. 1, 245; Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκτρα, ἡ, = φορμός; Poll. 1, 245; Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκτρα — σάκτρᾱ , σάκτρα fem nom/voc/acc dual σάκτρᾱ , σάκτρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτρα — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «φορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] … Dictionary of Greek