- σάνταλον
σάνταλον, τό, der Sandelbaum, das Sandelholz, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάνταλον, τό, der Sandelbaum, das Sandelholz, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
сандал — I сандал I одномачтовое турецкое каботажное судно , черноморск. (Даль), др. русск. сандалъ (Румянц. палея под 1494 г., Пам. стар, лит. 3, 53), сандалец, сандалиɪа (Хож. Игн. смольн. 4, 6). Через ср. греч. σάνταλος sсарhа maiori navigio adiuncta… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
santaláceo — ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas angiospermas dicotiledóneas, herbáceas o leñosas, de hojas gruesas alternas, flores pequeñas, sin pétalos y fruto en drupa, por lo general, como el sándalo. * * *… … Enciclopedia Universal
σάνδανον — τὸ, Α* το φυτό σάνταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολη γρφ., πιθ. αντί τού σάνταλον (βλ. λ. σάνταλο), πρβλ. αρχ. ινδ. candana «σανταλόξυλο»] … Dictionary of Greek
σάνταλο — το / σάνταλον, ΝΑ γένος ημιπαράσιτων δικότυλων αγγειόσπερων φυτών που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σανταλίδες τής τάξης σανταλώδη αρχ. το ξύλο τού παραπάνω φυτού, το σανταλόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
σαντάλινος — η, ο / σαντάλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σανταλένιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση που απαντά στο ξύλο τού φυτού σάνταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. santalene < λατ. santalum (< σάνταλον) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας ene] … Dictionary of Greek
σανταλόλη — η, Ν χημ. οργανική ένωση, σεσκουιτερπενική αλκοόλη που απαντά στο ξύλο τού φυτού σάνταλο και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στην σαπωνοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. santalol < λατ. santalum (< σάνταλον) + κατάλ. τής χημ … Dictionary of Greek
sandal — SANDÁL1 s.m. v. santal. Trimis de IoanSoleriu, 16.11.2008. Sursa: DEX 98 SANDÁL2 s.n. (înv.) Numele unei ţesături de mătase din care se făceau obiecte de îmbrăcăminte. – Din tc. sandal tafta . Trimis de IoanSoleriu, 16.11.2008. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român
santaláceo — santaláceo, a (Del gr. σάνταλον, sándalo). 1. adj. Bot. Se dice de las plantas angiospermas dicotiledóneas, árboles, matas o hierbas, que tienen hojas verdes, gruesas, sin estípulas, y por lo común alternas; flores pequeñas, sin pétalos y con el… … Diccionario de la lengua española