- σάρον
σάρον, τό, = σάρος, Hesych., vgl. Poll. 10, 29 (nicht σαρόν, Lob. zu Phryn. p. 831.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρον, τό, = σάρος, Hesych., vgl. Poll. 10, 29 (nicht σαρόν, Lob. zu Phryn. p. 831.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρον — broom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρον — τὸ, Α [σαίρω (ΙΙ)] 1. σκούπα, σάρωθρο 2. σκουπίδι 3. φύκος τής θάλασσας («πόντοιο κακὸν σάρον», Καλλ.) 4. μτφ. (με κωμ. σημ.) γριά γυναίκα («παλαιὸν οἰ κίας σάρον», Ίων Χ.) … Dictionary of Greek
σαρόν — σαρός cycle of years masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάρον — Σάρος cycle of years masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρω — σάρον broom neut nom/voc/acc dual σάρον broom neut gen sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρα — σάρον broom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάροις — σάρον broom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρου — σάρον broom neut gen sg σαρόω sweep clean pres imperat act 2nd sg σαρόω sweep clean imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρων — σάρον broom neut gen pl σαρόω sweep clean imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σαρόω sweep clean imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρῳ — σάρον broom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek