σάρᾱπις

σάρᾱπις

σάρᾱπις , ein weißes persisches Kleid mit Purpurstreifen, Ctesias bei Hesych.; dei Ath. XII, 525 c masc., σαράπεις μήλινοι καὶ πορφυροῖ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σάραπις — Osiris Apis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάραπις — Osiris Apis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάραπις — και μτγν. τ. Σέραπις, ιδος, ὁ, Α 1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού… …   Dictionary of Greek

  • σάραπις — εως και, ιος, ὁ, Α (στους Πέρσες) λευκό ένδυμα με ερυθρές ταινίες …   Dictionary of Greek

  • Σέραπις ή Σάραπις — Ελληνοαιγυπτιακή θεότητα, η συγκρητιστική λατρεία της οποίας εγκαθιδρύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους από τον Πτολεμαίο A’ τον Σωτήρα (4ος αι. π.Χ.), ο οποίος, σύμφωνα με τον θρύλο, έλαβε στον ύπνο του τη σχετική διαταγή από τον θεό της… …   Dictionary of Greek

  • σαράπεις — σάραπις Osiris Apis fem nom/voc pl (attic epic) σάραπις Osiris Apis fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαραπίων — σάραπις Osiris Apis fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαράπιδι — Σάραπις Osiris Apis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαράπιδος — Σάραπις Osiris Apis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαράπιος — σάραπις Osiris Apis fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάραπι — Σάραπις Osiris Apis fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”