σάρητον, τό, βαρβαρικὸς χιτών, VLL. aus Soph. frg. 139. Vgl. σάραπις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρητον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρητον — και δ. γρφ. σαλητόν, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος χιτώνα, πιθανώς ο σάραπις* … Dictionary of Greek
σαλητόν — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σάρητον … Dictionary of Greek