σαρός — cycle of years masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάρος — cycle of years masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρος — Μικρό νησί στο Καρπάθιο πέλαγος. Ονομάζεται και Σαρία ή Σαριά. Το νησί, που ήταν κατοικημένο στα αρχαία χρόνια, ανήκε τον 5o αι. π.Χ. στην ομοσπονδία της Αθήνας. * * * ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α νεοελλ. αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3… … Dictionary of Greek
Σάρω — Σάρος cycle of years masc nom/voc/acc dual Σάρος cycle of years masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
САРОС — • Σάρος, ο̉, Cap. Sarus, н. Sarissu и Sihum, значительная река в Малой Азии, которая берет свое начало на Тавре; после южного течения через Киликию она изливается в море на юго запад от Тарса. У устья С. имел 3 плефра (300) ср. ширины … Реальный словарь классических древностей
σαροῖο — σαρός cycle of years masc gen sg (epic) σαρόω sweep clean pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρῶ — σαρός cycle of years masc gen sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres subj act 1st sg σαρόω sweep clean pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρῶν — σαρός cycle of years masc gen pl σαρόω sweep clean pres part act masc voc sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σαρόω sweep clean pres part act masc nom sg σαρόω sweep clean pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρόν — σαρός cycle of years masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάροι — Σάρος cycle of years masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάροις — Σάρος cycle of years masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)