- σμηνο-δόκος
σμηνο-δόκος, einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνο-δόκος, einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεροδόκος — ἱεροδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος, σμηνο δόκος] … Dictionary of Greek