- σμηνίον
σμηνίον, τό, dim. von σμῆνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνίον, τό, dim. von σμῆνος, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνίον — τὸ, Α [σμήνος] 1. υποκορ. τού σμήνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρόπολις» … Dictionary of Greek
σμηνίῳ — σμηνίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηνίων — σμη̱νίων , σμῆνος beehive neut gen pl (doric) σμηνίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)