- σμηνηδόν
σμηνηδόν, adv., schaarenweise, Hdn. epimer. 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνηδόν, adv., schaarenweise, Hdn. epimer. 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνηδόν — in swarms indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηνηδόν — Α επίρρ. κατά σμήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek