σαλαμάνδρα

σαλαμάνδρα

σαλαμάνδρα, , der Salamander, eine ungeschuppte, giftige Eidechse, Arist. H. A. 5, 19 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαλαμάνδρα — σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc/acc dual σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρᾳ — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — η 1. αμφίβιο ερπετό της οικογένειας των σαλαμανδριδών που μοιάζει με τη σαύρα. 2. είδος θερμάστρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλαμάνδρας — σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem acc pl σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδραι — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδραν — σαλαμάνδρᾱν , σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρη — σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρην — σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρειος — ον, Α [σαλαμάνδρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαλαμάνδρα ή ο όμοιος με σαλαμάνδρα …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”