- σαλμακίδες
σαλμακίδες, αἱ, Hetären, wie es scheint, Philod. 31 (VII, 222). S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλμακίδες, αἱ, Hetären, wie es scheint, Philod. 31 (VII, 222). S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλμακίδες — αἱ, Α [Σαλμακίς, ίδος] εταίρες ή εκθηλυμμένοι άντρες … Dictionary of Greek
σαλμακίδων — σαλμακίδες fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)