- σαλαμάνδρειος
σαλαμάνδρειος, vom Salamander, zum Salamander gehörig, Nic. Ther. 819.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλαμάνδρειος, vom Salamander, zum Salamander gehörig, Nic. Ther. 819.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλαμάνδρειος — ον, Α [σαλαμάνδρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαλαμάνδρα ή ο όμοιος με σαλαμάνδρα … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρειον — σαλαμάνδρειος of masc/fem acc sg σαλαμάνδρειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)