- σαλπίττω
σαλπίττω, = σαλπίζω, zw., s. Luc. Iud. voc. 10 u. Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπίττω, = σαλπίζω, zw., s. Luc. Iud. voc. 10 u. Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπίττω — Α (αττ. τ.) βλ. σαλπίζω … Dictionary of Greek
σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… … Dictionary of Greek